12 Δεκ 2013

Ο αγροφύλακας Νίκος Σταυρόπουλος








  Στο καφενείο του χωριού συναντήσαμε τον 87χρονο Μπάρμπα-Νίκο, συνταξιούχο αγροφύλακα και κυνηγό. Από το 1957-1987 για 30 χρόνια διατέλεσε ανελλιπώς αγροφύλακας στην κοινότητα Αιγιτίου στην οποία περιλαμβανόταν και η Λεύκα.
Όπως μας εξιστορεί: «Τα τζερεμέτια – αγροζημίες ήταν πολλά, τακτικά και δυσάρεστα για όλους. Πάντα όμως επεδίωκα το συμβιβασμό, προτού να γίνουν μηνύσεις». Δεν ήταν όμως πάντα εφικτό, όταν τα πρόβατα του Μπάρμπα-Μήτρου μπήκαν στο κτήμα του μπάρμπα-Γιώργη τότε ο τελευταίος ζήτησε και πήρε αποζημίωση 100 δρχ. Δε του ‘φτανε η αποζημίωση έτσι μετά από λίγο καιρό από γινάτι ο μπάρμπα-Γιώργης πήγε τα πρόβατά του στο σιτάρι του μπάρμπα-Μήτρου στο βάλτο. «Τότε έγινε το έλα να δεις. Καλέσαμε τον Καλαμδομήτρο έμπειρο εκτιμητή και έβγαλε αποζημίωση 600 δρχ. Του φάνηκαν πολλά του μπάρμπα-Γιώργη και αρνήθηκε να πληρώσει, έτσι πήγαν στα δικαστήρια. Το δικαστήριο επέβαλε 1000 δρχ. τσεκούρι ‘’δικαστικά έξοδα και τέλη’’.
Όταν γινόταν παράνομη βοσκή ο αγροφύλακας έψαχνε για ντορούς, σημάδια που θα προσδιόριζαν το βοσκό. Αν υπήρχε αποβροχιά και έβρισκε πατημασιές, ως γνήσιος ντεντέκτιβ, μέτραγε με μια πήχη το μήκος, το πλάτος και το τακούνι του παπουτσιού. Έτσι όταν συναντούσε έναν βοσκό του λέγε: «Για φέρε το παπούτσι σου να δω αν μου κάνει…» και ο βοσκός αποκρινόταν: «αα μου την έφερες…»
Επίσης απαγορευόταν ρητώς οι συναναστροφές με βοσκούς και τα κεράσματα. Όμως ο νόμος προέβλεπε το ποδοκόπι. Αν έβρισκε κανένα χαμένο ζώο να κάνει ζημιές, μπορούσε αφού το επιστρέψει να πάρει ως εύρετρα ένα αβγό. Επίσης αν ο ιδιοκτήτης του ζώου δεν εντοπιζόταν έγκαιρα, προβλεπόταν ‘’έξοδα διατροφής και διαφυλάξεως’’. Αν ο ιδιοκτήτης αρνούταν να τα πληρώσει τότε είχε δικαίωμα να κρατήσει το ζώο.
Οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες πολλές. Όμως η εμπειρία και η ψυχραιμία του ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Επέβλεπε τα απαγορευμένα, κτήματα που δεν έπρεπε να βοσκηθούν, που ορίζονταν από κουκουέρια (πέτρα η μία πάνω στην άλλη) και σπαρτά λαθούρια. Η αστυνόμευση της υπαίθρου είχε κανόνες όπως τα «γκαϊντέ παρά γκαϊντέ». Εναλλάξ καλλιέργεια αριστερά και δεξιά της κορυφογραμμής του Πύρνου χρόνο παρά χρόνο. Επιτρεπόταν η βοσκή μόνο στα άσπαρτα κτήματα. Αντίθετα αν κάποιος ιδιοκτήτης ήθελε να βάλει το κοπάδι του μέσα στο απαγορευμένο, έπρεπε να πάρει άδεια από τον πρόεδρο της κοινότητας για τη διαδρομή που θα ακολουθήσει.
Επίσης φυλαγόντουσαν τα αμπέλια κατά την καρποφορία μέρα-νύχτα, από κλέφτες που γέμιζαν καλάθια και σακούλια. Η δραγατσά στηνόταν συνήθως σε έναν πλάτανο, όπου δενόταν, μην τον πάρει ο ύπνος και πέσει κάτω. Είχε πάνω του την υπηρεσιακή σφυρίχτρα, με διαπεραστικό ήχο, για να υπενθυμίζει την παρουσία του.
Μεταξύ 1950-1960 για την καταστροφή δέντρων όπως αμυγδαλιές δεν υπήρχε συμβιβασμός, πήγαινε απευθείας στο δικαστήριο. Καθώς προστατευόντουσαν από το κράτος ως βασικό βιοποριστικό εισόδημα. Ομοίως απαγορευόταν το κόψιμο δέντρων και η βοσκή στα κεφαλάρια των χωριών με σκοπό τη συγκράτηση των νερών.
Όταν υπήρχαν ποτιστικά περιβόλια προσλαμβανόταν από τους ιδιοκτήτες ως υδρονομέας καθώς τον νερό του Παραδεισάμπλα δεν έφτανε για όλους. Κάθε ιδιοκτήτης υδροδοτούταν για 8 ώρες ανά στρέμμα μες τη βδομάδα. 
Ο μπάρμπα-Νίκος προσπαθούσε να είναι αντικειμενικός, τηρώντας το νόμο στηρίζοντας τους αγρότες της περιοχής.